- ιππαγωγός
- -ό (ΑΜ ἱππαγωγός, -όν)αυτός που μεταφέρει ίππους («ἱππαγωγὰ πλοῑα», Ηρόδ.)μσν.το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱππαγωγόςαυτός που φρόντιζε τους ίππουςαρχ.1. ως κύριο όν. Ἱππαγωγὸςονομασία πλοίου2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱπππαγωγός (ενν. ναῡς ή τριήρης)το μεταγωγικό πλοίο που μετέφερε ιππικό («εἰς τὰς ἱππαγωγοὺς εἰσεπήδων ἀνδρικῶς», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + ἀγωγός (< ἄγω)].
Dictionary of Greek. 2013.